- ἐρίδουπος
- ἐρί-δουπος, ον,A = ἐρίγδουπος, in Hom. always of things and places, ἀκταί, ποταμοί, Il.20.50, Od.10.515 ;
αἴθουσα Il.24.323
, Od.20.176 ; resounding,ἀκοή Emp.4.11
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αἴθουσα Il.24.323
, Od.20.176 ; resounding,ἀκοή Emp.4.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ερίδουπος — ἐρίδουπος, ον (Α) (για άψυχα) αυτός που ηχεί πολύ δυνατά, θορυβώδης, ερίγδουπος («ποταμῶν ἐριδούπων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού ερίγδουπος*] … Dictionary of Greek
ἐρίδουπος — resounding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίδουπον — ἐρίδουπος resounding masc/fem acc sg ἐρίδουπος resounding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριδούπου — ἐρίδουπος resounding masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριδούπων — ἐρίδουπος resounding masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριδούπῳ — ἐρίδουπος resounding masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερίγδουπος — ἐρίγδουπος, ον (Α) (κυρίως για έμψυχα) αυτός που βροντά, αυτός που ηχεί, ο βροντώδης («ἐρίγδουποι πόδες ἵππων», Ομ. Ιλ.) βλ. και ερίδουπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + γδούπος] … Dictionary of Greek
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek